-
1 κατα-φάνεια
κατα-φάνεια, ἡ, Durchsichtigkeit, Plut. qu. nat. 12; Deutlichkeit, παντὸς ἤϑους ποιεῖ καταφάνειαν ἐν τοῖς λόγοις, = ἦϑος καταφανὲς ποιεῖ, Symp. 7, 10, 2.
1 κατα-φάνεια
κατα-φάνεια, ἡ, Durchsichtigkeit, Plut. qu. nat. 12; Deutlichkeit, παντὸς ἤϑους ποιεῖ καταφάνειαν ἐν τοῖς λόγοις, = ἦϑος καταφανὲς ποιεῖ, Symp. 7, 10, 2.